Οι Ανεπίλυτες Εντάσεις της “Ιθαγένειας” της ΕΕ
Μια έρευνα για το πώς δημιουργήθηκε η «ιθαγένεια» της ΕΕ, πώς η λαϊκή κυριαρχία υπονομεύεται από προδότες πολιτικούς σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και πώς η «τάξη που βασίζεται σε κανόνες» μας καθιστά ό
Σας ευχαριστώ θερμά για το ενδιαφέρον σας και την αναδημοσίευση των άρθρων μου. Θα εκτιμούσα ιδιαίτερα αν, κατά την κοινοποίηση, σ̲υ̲μ̲π̲ε̲ρ̲ι̲λ̲α̲μ̲β̲ά̲ν̲α̲τ̲ε̲ ̲κ̲α̲ι̲ ̲τ̲ο̲ν̲ ̲σ̲ύ̲ν̲δ̲ε̲σ̲μ̲ο̲ ̲(̲l̲i̲n̲k̲)̲ ̲τ̲ο̲υ̲ ̲ά̲ρ̲θ̲ρ̲ο̲υ̲ ̲μ̲ο̲υ̲. Αυτό όχι μόνο αναγνωρίζει την πηγή, αλλά επιτρέπει και σε άλλους να ανακαλύψουν περισσότερο περιεχόμενο. Η υποστήριξή σας είναι πολύτιμη για τη συνέχιση της δουλειάς μου.
Απόδοση στα ελληνικά: Απολλόδωρος - epimetheus | 6 Νοεμβρίου 2025
Τα σημερινά θέματα είναι η «ιθαγένεια» της ΕΕ, τα δικαιώματα και η αργή κατάληψη της εξουσίας από τους ευρωκράτες. Η μετάφραση του μη αγγλικού περιεχομένου, οι έμφασεις και τα [σχόλια] είναι δικά μου.
Ας Μιλήσουμε για την “Ιθαγένεια” της ΕΕ
Ας ξεκινήσουμε με έναν ορισμό, εντάξει; Ας δούμε τι έχει να προσφέρει το M-W:
Με την έννοια του 1 (α) και (β), ναι, είμαστε «πολίτες», αλλά θεωρώ αυτές τις προσφορές μάλλον προβληματικές, αν και μόνο από την αναρχο-ελευθεριακή μου άποψη. Προσωπικά, με προσβάλλει η «υποχρέωση υπακοής σε μια κυβέρνηση» και το «δικαίωμα προστασίας από [την κυβέρνηση]», όπως εξηγείται στο (α).
Σημειώστε επίσης ότι το 2 υποστηρίζει ότι «ιθαγένεια» σημαίνει «δικαίωμα στα δικαιώματα και τα προνόμια ενός ελεύθερου ανθρώπου».
Και σε αυτό το σημείο διαφωνώ, ιδίως επειδή είμαι ένθερμος υποστηρικτής των φυσικών δικαιωμάτων: γεννιόμαστε ελεύθεροι και δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση για αυτό, όπως επίσης δεν μπορεί να υπάρχει καμία «αρχή» που να ισχυρίζεται ότι παραχωρεί τέτοια φυσικά δικαιώματα σε κανέναν, πόσο μάλλον «προνόμια».
Ξέρετε, είμαι ιστορικός που ασχολείται με αυτό που παλαιότερα ονομαζόταν «φεουδαρχία», και η έννοια των «προνoμίων ενός ελεύθερου ανθρώπου» δεν είναι μόνο ιστορικά ανακριβής, αλλά και θεμελιωδώς λανθασμένη.
Δεν χρειάζεται καν να παραθέσω κάτι από τη βιβλιογραφία σχετικά με αυτό το θέμα, αλλά θα ήθελα να επισημάνω τις εβραϊκές και χριστιανικές παραδόσεις που αποδίδουν στον «άνθρωπο» (δηλαδή στο ανθρώπινο ον) την αξιοπρέπεια της ελεύθερης βούλησης.
Τα προνόμια και τα δικαιώματα δεν συνδυάζονται, και αν υπάρχουν καθόλου: τα πρώτα είναι σαφώς παράγωγα των δεύτερων, δηλαδή, πρέπει να υπάρχουν ορισμένα δικαιώματα που παρέχουν ορισμένα προνόμια, όπως η “ιθαγένεια” (citizenship)*** οποιασδήποτε χώρας που παρέχει εκπροσώπηση ή προστασία από την κυβέρνηση του εν λόγω κράτους ή κάτι παρόμοιο.
***Σημ.: Η έννοια της “Ιθαγένειας” (citizenship) είναι ασύμβατη με την ελληνική λέξη Ιθαγένεια, που είναι η ιδιότης του ιθαγενούς. Η λέξις ιθαγενής και ιθαιγενής (Όμηρος: «Οδύσεια» Ξ 203) προέρχεται από το ιθύς, που σημαίνει «κατ’ ευθείαν» (Ε. Κοφινιώτη «Λεξικόν ομηρικόν» σελ. 157, Ν. Δασκαλάκη: «Λεξικόν ετυμολογικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης» σελ. 209, J Hofmann: «Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής» σελ. 140 κ.α) και από το «γένος», που σημαίνει την φυλήν. Έχομεν λοιπόν σύνθεσιν των ιθύς+γένος και ιθαγενής καλείται ο έχων κατ’ ευθείαν σχέσιν με γένος. Στην Αρχαίαν Ελληνικήν Γλώσσαν ιθαγενής ονομάζεται ο γνήσιος προς συγκεκριμένον γένος. Κατά συνέπειαν το περιεχόμενον της ιθαγενείας είναι φυσικόν γεγονός (όχι επίκτητον) και ειδικώτερον φυλετικόν.Πώς δημιουργείται η “ιθαγένεια”;
Λοιπόν, για να ολοκληρώσω αυτή την περιπετειώδη στήλη, σας προσκαλώ να εξετάσετε τη δημιουργία εκ του μηδενός (ex nihilo) της “ιθαγένειας” της ΕΕ, δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωστής ως Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), και των επακόλουθων τροποποιήσεων μέσω της Συνθήκης του Άμστερνταμ (1997/99). Δείτε εδώ την αναφορά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σημειώστε ότι, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές πρακτικές και νόρμες (όπως το ius sanguinis, δηλαδή η ιθαγένεια που απορρέει από τη γέννηση από γονείς με δικαιώματα ιθαγένειας, και/ή το ius solis, με το οποίο εννοείται η ιθαγένεια που απορρέει από τη γέννηση σε ένα συγκεκριμένο έδαφος, όπως ισχύει στις περισσότερες χώρες της Αμερικής), η “ιθαγένεια” της ΕΕ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό (η έμφαση δική μου):
[Η “ιθαγένεια” της ΕΕ] δεν απαιτεί την ύπαρξη ενός λαού, αλλά βασίζεται στην ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού πολιτικού χώρου από τον οποίο προκύπτουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Στο βαθμό που δεν συνεπάγεται την ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού λαού, η “ιθαγένεια” είναι εννοιολογικά το προϊόν της αποσύνδεσης από την εθνικότητα. Όπως έχει παρατηρήσει ένας συγγραφέας, ο ριζικά καινοτόμος χαρακτήρας της έννοιας της ευρωπαϊκής “ιθαγένειας” έγκειται στο γεγονός ότι «η Ένωση ανήκει και αποτελείται από πολίτες που, εξ ορισμού, δεν έχουν την ίδια εθνικότητα»... [Η “ιθαγένεια” της ΕΕ] συνιστά αναγνώριση του γεγονότος ότι μπορεί να υπάρχει (και πράγματι υπάρχει) μια υπηκοότητα που δεν καθορίζεται από την εθνικότητα...
το θαύμα της υπηκοότητας της Ένωσης: ενισχύει τους δεσμούς μεταξύ μας και των κρατών μας (στο βαθμό που είμαστε ευρωπαίοι πολίτες ακριβώς επειδή είμαστε υπήκοοι των κρατών μας) και, ταυτόχρονα, μας απελευθερώνει από αυτά (στο βαθμό που είμαστε πλέον πολίτες πέρα από τα κράτη μας). Η πρόσβαση στην ευρωπαϊκή “ιθαγένεια” αποκτάται μέσω της “ιθαγένειας” ενός κράτους μέλους, η οποία ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο, αλλά, όπως κάθε μορφή “ιθαγένειας”, αποτελεί τη βάση ενός νέου πολιτικού χώρου από τον οποίο προκύπτουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, τα οποία καθορίζονται από το κοινοτικό δίκαιο και δεν εξαρτώνται από το κράτος...η εθνικότητα ενός κράτους μέλους αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση της “ιθαγένειας” της Ένωσης, αλλά είναι εξίσου αληθές ότι το σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που συνδέονται με την τελευταία δεν μπορεί να περιορίζεται αδικαιολόγητα από την πρώτη.
Όπως μπορείτε να δείτε, λοιπόν, προχωράμε με γρήγορους ρυθμούς προς μια στιγμή που η «ιθαγένεια» θα έχει διαφορετική σημασία. Παραμένει να δούμε αν η ΕΕ και τα θεσμικά της όργανα θα θεσπίσουν, σε κάποιο σημείο, κοινές απαιτήσεις για την “ιθαγένεια” της ΕΕ, εντελώς αποσυνδεδεμένες από οποιαδήποτε εδαφικά όρια και άλλα παρόμοια.
Τα θεμέλια τέθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στη δεκαετία του 1990, αλλά επεκτάθηκαν σημαντικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007/09 (η οποία είναι βασικά το ανανεωμένο Σύνταγμα της ΕΕ, το οποίο απορρίφθηκε από τον λαό). Μπορείτε να βρείτε την ενοποιημένη έκδοση εδώ, και αν μεταβείτε στο άρθρο 20, θα βρείτε την απάντηση στα ερωτήματα που αφορούν τη δημιουργία της “ιθαγένειας”:
Βλέπετε, είναι πολύ απλό: δημιουργήθηκε από το τίποτα.
Συνέπειες
Σημειώστε ότι —μέχρι στιγμής— δεν υπάρχουν καθήκοντα που να απορρέουν από την “ιθαγένεια” της ΕΕ, αλλά, όπως εξήγησε το 2011 ο Wolfgang Schäuble, πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας υπό την Merkel, που σήμερα είναι πρόεδρος του Bundestag (γερμανικό κοινοβούλιο) και καταδικασμένος εγκληματίας (η έμφαση δική μου):
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει ως στόχο τη δημιουργία μιας νέας μορφής διακυβέρνησης, όπου δεν υπάρχει ένα επίπεδο που είναι υπεύθυνο για τα πάντα και το οποίο, σε περίπτωση αμφιβολίας, αναθέτει σε άλλους ορισμένους τομείς πολιτικής μέσω διεθνών συνθηκών. Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι αυτή είναι μια πολύ πιο προοδευτική προσέγγιση για τον 21ο αιώνα από ό,τι η επιστροφή στο ρυθμιστικό μονοπώλιο του κλασικού εθνικού κράτους των προηγούμενων αιώνων...
Θα ήθελα να σας ξεκαθαρίσω ότι είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι σε διάστημα μικρότερο των 24 μηνών θα είμαστε σε θέση να αλλάξουμε το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο με αυτόν τον τρόπο. Απλώς πρέπει να τροποποιήσουμε το Πρωτόκολλο 14 – όποιος θέλει να το διαβάσει, γενικά, στη Συνθήκη της Λισαβόνας – κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσουμε πάνω σε αυτό τα γενικά χαρακτηριστικά μιας δημοσιονομικής ένωσης για την ευρωζώνη...
Τι είναι, παρεμπιπτόντως, το Πρωτόκολλο 14 της Συνθήκης της Λισαβόνας;
Χαίρομαι που ρωτήσατε. Ακολουθήστε αυτόν τον σύνδεσμο για την επίσημη έκδοση, η οποία αναπαράγεται παρακάτω (η έμφαση δική μου):
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ,
ΕΠΙΘΥΜΟΥΝΤΑΣ να προωθήσουν τις συνθήκες για ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, προς τον σκοπό αυτό, να αναπτύξουν έναν ολοένα στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών εντός της ζώνης του ευρώ,
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ την ανάγκη να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις για την ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ των κρατών μελών των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ, εν αναμονή της υιοθέτησης του ευρώ ως νομίσματος όλων των κρατών μελών της Ένωσης,
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες επισυνάπτονται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
Άρθρο 1
Οι υπουργοί των κρατών μελών των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ συνεδριάζουν ανεπίσημα. Οι εν λόγω συνεδριάσεις πραγματοποιούνται, όταν είναι αναγκαίο, για να συζητηθούν θέματα που σχετίζονται με τις ειδικές αρμοδιότητες που μοιράζονται όσον αφορά το ενιαίο νόμισμα. Η Επιτροπή συμμετέχει στις συνεδριάσεις. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται να συμμετέχει στις εν λόγω συνεδριάσεις, οι οποίες προετοιμάζονται από τους εκπροσώπους των υπουργών αρμόδιων για τα οικονομικά των κρατών μελών των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ και της Επιτροπής.
Άρθρο 2
Οι υπουργοί των κρατών μελών των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ εκλέγουν πρόεδρο για διετή και εξαμηνιαία θητεία, με πλειοψηφία των εν λόγω κρατών μελών.
Κατά την ανάγνωση αυτής της παραγράφου, σημειώνουμε, επομένως, ότι η ιεραρχία που καθιερώνεται από το Πρωτόκολλο αριθ. 14 της Συνθήκης της Λισαβόνας περιλαμβάνει άτυπες συναντήσεις που προετοιμάζονται από στελέχη και συμβούλους των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, δηλαδή από πολιτικούς διορισμένους υπουργούς σε επίπεδο υπουργικού συμβουλίου, δηλαδή ακόμη πιο απομακρυσμένους από οτιδήποτε μοιάζει έστω και ελάχιστα με διαφάνεια και λογοδοσία έναντι του κυρίαρχου λαού και των θεμελιωδών, αναφαίρετων δικαιωμάτων του.
Με άλλα λόγια: ο κ. Schäuble είπε: παρόλο που αυτός – και κάθε άλλος πολιτικός οποιουδήποτε κράτους μέλους της ΕΕ – μπορεί, «σε διάστημα μικρότερο των 24 μηνών», να καταργήσει την κρατική κυριαρχία (η οποία, τουλάχιστον στα δημοκρατικά κράτη, προέρχεται από τον λαό, δηλαδή την λαϊκή κυριαρχία), και οι ηγέτες της ΕΕ μπορούν να το πράξουν μέσω διαδικαστικών τεχνασμάτων.
Όλοι οι πολιτικοί των κρατών μελών της ΕΕ ορκίστηκαν να τηρούν τους αντίστοιχους εθνικούς συνταγματικούς νόμους τους, ωστόσο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις σκόπιμης παράκαμψης, αν όχι και πλήρους υπονόμευσης, από τον κ. Schäuble και τους ομοϊδεάτες του παντού, με σκοπό να σαμποτάρουν την εν λόγω τάξη.
Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι ο ορισμός της προδοσίας,
δηλαδή το αδίκημα της απόπειρας, με φανερές πράξεις, ανατροπής της κυβέρνησης του κράτους στο οποίο ο δράστης οφείλει υποταγή ή της δολοφονίας ή του τραυματισμού του ηγεμόνα ή της οικογένειάς του.
Σύμφωνα με το κράτος δικαίου, τέτοιες ανοιχτά παραδεκτές πράξεις θα οδηγούσαν σε ποινική δίωξη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Μιλώντας για την Άθλια Κατάσταση του Κράτους Δικαίου...
…θα αναφερθούμε, εν συντομία, σε αυτό που αποφάσισε πριν από λίγο καιρό το ίδιο το Δικαστήριο της ΕΕ (sic), αναφερόμενο συγκεκριμένα στην κατάσταση που επικρατεί στη Γερμανία. Όλα τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από την απόφαση στις συνενωμένες υποθέσεις C‑508/18 και C‑82/19 PPU (βλ. εδώ· όλες οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου) και δεν αφορούν αποκλειστικά τη Γερμανία. Σας ενθαρρύνω όλους να κάνετε κλικ σε αυτόν τον συγκεκριμένο σύνδεσμο για να μάθετε για τις ατασθαλίες στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Schäuble και για το πώς οι ευρωκράτες εργάζονται, μέρα με τη μέρα, για να αναδιαμορφώσουν τις κοινωνίες μας μέσω μυστικότητας και παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων.
Όσον αφορά το γερμανικό δίκαιο, το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι,
Σύμφωνα με την παράγραφο 146 του Gerichtsverfassungsgesetz (Νόμος για το δικαστικό σύστημα, «GVG»):
«Οι υπάλληλοι της εισαγγελίας πρέπει να συμμορφώνονται με τις υπηρεσιακές οδηγίες των ανωτέρων τους.»
Η παράγραφος 147 του GVG ορίζει:
«Η εποπτεία και η διεύθυνση ασκούνται από:
1. τον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης και Προστασίας των Καταναλωτών (Bundesminister der Justiz und für Verbraucherschutz) όσον αφορά τον ομοσπονδιακό γενικό εισαγγελέα και τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς,
2. την Landesjustizverwaltung [(Κρατική αρχή για τη διοίκηση της δικαιοσύνης)] όσον αφορά όλους τους υπαλλήλους της εισαγγελίας του συγκεκριμένου ομόσπονδου κρατιδίου·
3. στον ανώτατο υπάλληλο της εισαγγελίας των ανώτερων περιφερειακών δικαστηρίων και των περιφερειακών δικαστηρίων όσον αφορά όλους τους υπαλλήλους της εισαγγελίας της συγκεκριμένης δικαιοδοτικής περιοχής του δικαστηρίου».
Η υπόθεση αφορούσε το κατά πόσον η γερμανική δικαιοσύνη μπορούσε να εκδώσει ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Ωστόσο, σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απόφαση, η οποία αναπαράγεται παρακάτω, έκρινε ότι οι γερμανοί εισαγγελείς δεν μπορούν να εκδώσουν τέτοια ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης, διότι το υφιστάμενο συνταγματικό και νομικό πλαίσιο δεν παρέχει επαρκή ανεξαρτησία από πολιτικές παρεμβάσεις. Ως παράδειγμα για το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα, το Δικαστήριο παραθέτει το συνταγματικό και νομικό πλαίσιο της Λιθουανίας, το οποίο ακριβώς αυτό κάνει: παρέχει ανεξαρτησία στη δικαιοσύνη.
Ας ακούσουμε τώρα την άποψη του Δικαστηρίου της ΕΕ, του οποίου οι αξιωματούχοι (όλες οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου· OG αναφέρεται στην υπόθεση C-508/18)
βασίστηκαν σε νομική γνωμοδότηση γερμανικού δικηγόρου, η οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο η εισαγγελία δεν απολαμβάνει το αυτόνομο ή ανεξάρτητο καθεστώς ενός δικαστηρίου, αλλά υπόκειται σε διοικητική ιεραρχία με επικεφαλής τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος πολιτικής εμπλοκής στις διαδικασίες έκδοσης. Επιπλέον, η εισαγγελία δεν είναι δικαστική αρχή με αρμοδιότητα να διατάξει την κράτηση ή τη σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Μόνο ένας δικαστής ή ένα δικαστήριο έχει αυτές τις εξουσίες. Η εισαγγελία είναι αρμόδια για την εκτέλεση ενός εθνικού εντάλματος σύλληψης που εκδίδεται από δικαστή ή δικαστήριο, κατά περίπτωση, με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατά συνέπεια, καμία «δικαστική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, δεν συμμετείχε στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έναντι του OG.
Φυσικά, το Δικαστήριο της ΕΕ «ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες από την Εισαγγελία του Lübeck, μέσω της Κεντρικής Αρχής της Ιρλανδίας, σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο OG ως προς το αν η εν λόγω εισαγγελία αποτελεί «δικαστική αρχή», και πιθανόν δεν θα περιμένατε τα ακόλουθα πορίσματα:
Στις 8 Δεκεμβρίου 2016, η Εισαγγελία του Λίμπεκ απάντησε στο αίτημα αυτό και δήλωσε ότι, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, η εισαγγελία είναι ένας φορέας του ποινικού δικαίου (όπως και τα εθνικά δικαστήρια) που είναι αρμόδιος για τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, καθώς και για τη συμμετοχή σε ποινικές διαδικασίες. Ο ρόλος της είναι, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει τη νομιμότητα, την αντικειμενικότητα και την ορθή διεξαγωγή των ερευνών. Η εισαγγελία προετοιμάζει το έδαφος για την άσκηση της δικαστικής εξουσίας και εκτελεί τις δικαστικές αποφάσεις. Έχει το δικαίωμα να κινεί έρευνες, το οποίο δεν έχουν τα δικαστήρια.
Όσον αφορά τη σχέση της με τον Schleswig-Holsteinischer Minister für Justiz (Υπουργό Δικαιοσύνης του ομόσπονδου κράτους του Schleswig-Holstein, Γερμανία), η εισαγγελία του Lübeck δήλωσε ότι ο εν λόγω υπουργός δεν έχει την εξουσία να της δίνει οδηγίες. Πρόσθεσε ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, μόνο η Staatsanwaltschaft beim Schleswig-Holsteinischen Oberlandesgericht (Εισαγγελία του Ανώτατου Περιφερειακού Δικαστηρίου του ομόσπονδου κράτους του Schleswig-Holstein, Γερμανία) («η Εισαγγελία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας»), η οποία είναι επικεφαλής της εισαγγελίας του εν λόγω ομόσπονδου κράτους, μπορεί να δίνει οδηγίες στον Leitender Oberstaatsanwalt der Staatsanwaltschaft Lübeck (Ανώτερος Εισαγγελέας της Εισαγγελίας του Lübeck, Γερμανία).
[προσθήκη αλλαγής γραμμής] Επιπλέον, η εξουσία έκδοσης οδηγιών περιορίζεται από το Βασικό Νόμο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και από την αρχή της νομιμότητας, η οποία διέπει τις ποινικές διαδικασίες, αρχή η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου. Αν και ο εν λόγω υπουργός θα μπορούσε, κατά περίπτωση, να ασκήσει «εξωτερική» εξουσία έκδοσης οδηγιών σε σχέση με την Εισαγγελία της Δημοκρατίας, θα ήταν υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με τις αρχές αυτές. Επιπλέον, στο κρατίδιο του Schleswig-Holstein, ο υπουργός υποχρεούται να ενημερώνει τον Πρόεδρο του Landtag (Κρατικό Κοινοβούλιο) κάθε φορά που εκδίδονται οδηγίες προς την Εισαγγελία. Στην παρούσα υπόθεση, όσον αφορά τον OG, δεν εκδόθηκαν οδηγίες από τον εν λόγω υπουργό προς την Εισαγγελία ούτε από την Εισαγγελία προς την Εισαγγελία του Lübeck.
Ας το αναλύσουμε εν συντομία.
Η απόφαση αυτή υποστηρίζει – και αυτό έχει επιβεβαιωθεί παρά την έφεση – ότι οι εισαγγελικές αρχές του κρατιδίου είναι υποκείμενες και, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε «οδηγίες» από την ανώτερη αρχή, δηλαδή τον Ανώτερο Εισαγγελέα.
Επιπλέον, ενώ (θα έλεγα επιπόλαια) αυτό «περιορίζεται» από το de facto σύνταγμα της Γερμανίας, το Grundgesetz (Βασικός Νόμος), ο Υπουργός Δικαιοσύνης «θα μπορούσε... να ασκήσει μια «εξωτερική» εξουσία για να εκδώσει οδηγίες». Αυτός είναι ένας φανταχτερός, αν όχι πολύ περίτεχνος, τρόπος για να πούμε ότι ένας πολιτικός έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει – κάποιοι θα έλεγαν «να διαστρεβλώνει» ή «να παρεμποδίζει» – στη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Το μόνο που απαιτείται, στην πραγματικότητα, είναι ο υπουργός να «ενημερώσει» τον πρόεδρο του κρατικού κοινοβουλίου ότι «έχουν δοθεί τέτοιες οδηγίες». Δεν αναφέρεται αν αρκεί μια απλή φράση ή αν αυτή η «ενημέρωση» πρέπει να περιλαμβάνει και λεπτομέρειες και στοιχεία.
Έτσι, «με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, το αιτούν δικαστήριο δεν είναι βέβαιο εάν η Εισαγγελία του Lübeck πληροί το κριτήριο της ανεξαρτησίας ή το κριτήριο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης», το Δικαστήριο της ΕΕ κρίνει ότι,
όσον αφορά το θεσμικό καθεστώς της εισαγγελίας στη Γερμανία, η Εισαγγελία του Lübeck φαίνεται να υπόκειται στην εξουσία και στις οδηγίες της εκτελεστικής εξουσίας... επομένως, [είναι] αβέβαιο εάν οι αρχές που προσδιορίζονται στην προαναφερθείσα νομολογία μπορούν να πληρούνται από μια τέτοια εισαγγελία και εάν η ανεξαρτησία της τελευταίας, στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, μπορεί να αποδειχθεί αποκλειστικά με το σκεπτικό ότι δεν δόθηκε καμία οδηγία ή εντολή από την εκτελεστική εξουσία σε σχέση με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Μετάφραση από τη νομική ορολογία της ΕΕ: Η απουσία αποδεικτικών στοιχείων (ότι δεν δόθηκαν οδηγίες από πολιτικά διορισμένα πρόσωπα) δεν αποτελεί απόδειξη απουσίας (πολιτικής επιρροής).
Επομένως,
και επιπλέον, το δικαστήριο [της ΕΕ] δηλώνει ότι, αν και η εισαγγελία στη Γερμανία διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο σε σχέση με τη διοίκηση της δικαιοσύνης, οι αρμοδιότητές της διαφέρουν από εκείνες των δικαστηρίων ή των δικαστών. Επομένως, ακόμη και αν πληρούται το κριτήριο της ανεξαρτησίας, δεν είναι σαφές εάν η εν λόγω εισαγγελία πληροί το κριτήριο της απονομής της δικαιοσύνης ή της συμμετοχής στην απονομή της δικαιοσύνης, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου 2002/584.
Μετάφραση: Η Γερμανία είναι μια μπανανία, για τον απλό λόγο ότι η δικαστική εξουσία δεν είναι ανεξάρτητη από τις πολιτικές ίντριγκες.
Διαβάστε επίσης το υπόλοιπο της απόφασης (βλ. εδώ).
Συμπέρασμα:
Είναι σχεδόν γελοίο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την επιθυμία της Γερμανίας να αποτελέσει το λαμπρό πρότυπο για όλη την Ευρώπη, αν όχι για ολόκληρο τον κόσμο (εμ, εμ), το γεγονός ότι το Δικαστήριο της ΕΕ αναφέρει τη Λιθουανία – ξέρεις, αυτούς τους ενοχλητικούς Ανατολικούς που φυσικά «αξίζουν» περιφρόνηση και υπόκεινται σε πολλές σημαντικές οδηγίες για το πώς να ευρωποιηθούν – ως πρότυπο ανεξάρτητης δικαιοσύνης, σε σχέση με τη Γερμανία.
Αυτό που είναι ακόμα πιο αστείο, κατά τη γνώμη μου, είναι το πραγματικό ιστορικό: όλη αυτή η απόφαση προέκυψε μόνο επειδή δύο Λιθουανοί και ένας Ρουμάνος πολίτης συνελήφθησαν στην Ιρλανδία — βάσει, όπως σωστά μαντέψατε, ενός εντάλματος της ΕΕ που εκδόθηκε από γερμανούς και λιθουανούς εισαγγελείς.
Είναι λυπηρό το γεγονός ότι τα καταζητούμενα άτομα αναζητούνταν για «φόνο, βαριά σωματική βλάβη», κλοπή μεγάλης αξίας και ένοπλη ληστεία, καθώς και για οργανωμένο έγκλημα. Σίγουρα, οι ενάγοντες δεν ήταν αθώοι άγγελοι, αλλά είχαν σίγουρα εξαιρετικούς δικηγόρους (το οποίο, τουλάχιστον για μένα, δίνει αξιοπιστία στις κατηγορίες για εκβιασμό) οι οποίοι – πρέπει να το πω αυτό με θαυμασμό για αυτή την ενέργεια – εκμεταλλεύτηκαν την ΕΕ: σύμφωνα με τα αρχεία της υπόθεσης, οι τρεις κατηγορούμενοι παραπονέθηκαν ότι ούτε οι γερμανοί ούτε οι λιθουανοί εισαγγελείς ήταν στην πραγματικότητα «δικαστικές αρχές» λόγω της πιθανότητας πολιτικής παρέμβασης.
Η ιρλανδική δικαιοσύνη τελικά ζήτησε διευκρινίσεις από την ΕΕ, το Δικαστήριο της οποίας αποφάνθηκε ότι η αίτηση του ενάγοντος ήταν αληθής στην περίπτωση της Γερμανίας, αλλά όχι στη Λιθουανία. Γιατί; Επειδή οι γερμανοί εισαγγελείς είναι, στην πραγματικότητα, υποταγμένοι στην εκτελεστική εξουσία, το οποίο είναι το βασικό ζήτημα.
Γιατί έχει σημασία αυτό;
Ο πρώην πρόεδρος του γερμανικού Bundestag, ο Wolfgang Schäuble, είναι τόσο καταδικασμένος εγκληματίας (παράνομη χρηματοδότηση εκστρατείας, δηλαδή δέχτηκε δωροδοκίες) όσο και ο άνθρωπος που, όπως σημειώθηκε πριν από λίγες ημέρες, σχεδόν καυχιόταν ότι, αν το επιθυμούσε, ολόκληρη η πρόσοψη του κράτους δικαίου θα μπορούσε να καταργηθεί «σε λιγότερο από 24 μήνες» με την απλή τροποποίηση ενός «πρωτοκόλλου» (αριθ. 14) της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από τις νομικές πτυχές και τα παρόμοια, οι ισχυροί παράγοντες στο Βερολίνο, στις Βρυξέλλες και οπουδήποτε αλλού στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των γραφειοκρατών και των διορισμένων αξιωματούχων, μπορούν να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού χωρίς να ενημερώσουν κανέναν, χωρίς να ενδιαφέρονται για τη λαϊκή κυριαρχία και χωρίς εμείς, ο λαός, να το μάθουμε ποτέ.
Είναι δύσκολο να αποφύγουμε την εντύπωση ότι αυτό δεν είναι παρά η τελευταία εκδοχή της δοκιμασμένης και αποτρόπαιης αντίληψης ότι «το κοινό δεν χρειάζεται να γνωρίζει». Όπως έχω τονίσει και στο παρελθόν, σε σχέση με τον Carl Schmitt, ο οποίος πριν από περίπου έναν αιώνα υποστήριζε το εξής:
«Κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την εξαίρεση».
Είναι σαφές ότι εμείς, οι λαοί των ευρωπαϊκών εθνών, δεν αποφασίζουμε πλέον για αυτά τα θέματα.
Μην κλαίτε για την «Ευρώπη» ή τη χώρα σας.
Σηκώστε τα μανίκια σας και αρχίστε να εργάζεστε για να ανακτήσετε ξανά τη χώρα σας.
Αν σας άρεσε αυτό το άρθρο, μοιραστείτε το, εγγραφείτε για να λαμβάνετε περισσότερο περιεχόμενο και αν θέλετε να στηρίξετε το συνεχές έργο μου, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον παρακάτω σύνδεσμο.
—Δικτυογραφία:
(EU) Citizenship and its Discontents - by epimetheus






