Ο Ηρακλής Και Οι Δώδεκα Άθλοι: Η Πόλη Της Απληστίας: Η Πρώτη Μέρα Της Χειρότερης Θλίψης Του Μεγαλύτερου Ήρωα Της Μυθολογίας
Και πολλά άλλα
Σας ευχαριστώ θερμά για το ενδιαφέρον σας και την αναδημοσίευση των άρθρων μου. Θα εκτιμούσα ιδιαίτερα αν, κατά την κοινοποίηση, σ̲υ̲μ̲π̲ε̲ρ̲ι̲λ̲α̲μ̲β̲ά̲ν̲α̲τ̲ε̲ ̲κ̲α̲ι̲ ̲τ̲ο̲ν̲ ̲σ̲ύ̲ν̲δ̲ε̲σ̲μ̲ο̲ ̲(̲l̲i̲n̲k̲)̲ ̲τ̲ο̲υ̲ ̲ά̲ρ̲θ̲ρ̲ο̲υ̲ ̲μ̲ο̲υ̲. Αυτό όχι μόνο αναγνωρίζει την πηγή, αλλά επιτρέπει και σε άλλους να ανακαλύψουν περισσότερο περιεχόμενο. Η υποστήριξή σας είναι πολύτιμη για τη συνέχιση της δουλειάς μου.
Απόδοση στα ελληνικά: Απολλόδωρος - The Brothers Krynn | 16 Νοεμβρίου 2024
Μπορείτε να κάνετε εφάπαξ ή επαναλαμβανόμενες δωρεές μέσω του Ko-Fi:
Το γιατί ακριβώς δέχτηκε αυτή την τιμωρία, κανείς δεν έμελλε να το μάθει για αρκετό καιρό, αν και πρέπει να πούμε ότι εκμυστηρεύτηκε στον ανιψιό του ότι ήταν πολύ μουδιασμένος ψυχικά, για να σκεφτεί να την αψηφήσει. Αυτό του το εκμυστηρεύτηκε πολύ μετά από αυτό που ονόμασε «παράδοση», ή αυτό που άλλοι αποκαλούσαν «υποταγή στο μαντείο», και που θεωρούσε την πιο ταπεινωτική στιγμή της ζωής του. Ήταν μια στιγμή χαράς, όταν η ήττα έγινε απόλυτη και τον έκαναν να υποφέρει όσο ποτέ άλλοτε.
Καθισμένος στην κορυφή του βουνού όπου βρισκόταν ο Ναός του Απόλλωνα, περιτριγυρισμένος από καταπράσινο γρασίδι, μια μεγάλη λιθόκτιστη μαρμάρινη σκάλα που κατέβαινε στους πρόποδες του βουνού. Στους πρόποδες αυτού του τόπου απλωνόταν ο δρόμος προς τα εδάφη της Δωρίδας, με το χωριό Πυθία να βρίσκεται επίσης στους πρόποδες του βουνού. Το χωριό αυτό είχε αρχίσει να ανθίζει σε κανονική πόλη πριν από μερικές δεκαετίες και είχε ιδρυθεί πριν από αρκετές χιλιετίες, προς τιμήν του Απόλλωνα. Το πανέμορφο δάσος που κάποτε κυριαρχούσε στο τοπίο είχε δώσει προ πολλού τη θέση του σε ξυλεία, μύλους και σιδηρουργεία και άλλα βιοτεχνικά και εμπορικά κτίρια και «ναούς», καθώς οι άνθρωποι απομακρύνονταν από τα δάση και τη φύση προς τη βιομηχανία και το αγαπημένο από τα λόγια του Μαντείου, την πρόοδο.
Καθώς γύριζε να φύγει με την οικογένειά του, ο νεοαποκαλούμενος Ηρακλής σταμάτησε και γύρισε να αντικρίσει το μαντείο για άλλη μια φορά.
«Αν μου επιτρέπεται να ρωτήσω, ω Μάντισσα«, ρώτησε καθώς γύριζε να φύγει, “Αυτή η διακήρυξη προέρχεται από εκείνη που έχω ”προσβάλει» με την απλή ύπαρξή μου; Ή μήπως αυτή η απόφαση προέρχεται από τον πατέρα μου;»
Η Μάντισσα τον μελέτησε. Επέλεξε τα λόγια της με προσοχή, γνωρίζοντας όπως όλοι ότι μέσα του κρύβεται μια δύναμη που δεν είχε ειπωθεί και που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ στην ιστορία του Ανθρώπου. Η Μάντισσα ήξερε όπως όλοι οι προκάτοχοί της- κανένας δεν ήταν κατά το ήμισυ τόσο επικίνδυνος όσο ένας καλός άνθρωπος. «Ο πατέρας σου, αν και τον πονάει να κρίνει κάποιον που τον έχει για πατέρα».
Με αυτά τα λόγια ο Ηρακλής ξιφούλκησε. Οι άλλοι μπορεί να τον κρίνουν σκληρά, μην βιάζεσαι να τον κρίνεις. Κανείς όμως δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς το βάθος της περιφρόνησης και της οργής που κρυβόταν μέσα του πίσω από αυτό το ροχαλητό. Μόνο οι όμοιοι με τον Ιφικλή και την Αλκμήνη ένιωθαν μίσος που μπορούσε να συγκριθεί με το δικό του, για τους όμοιους του Δία.
Ο Κρέοντας, που ποτέ δεν άφηνε να του ξεφύγει η παραμικρή προσβολή, δήλωσε καθώς αναχωρούσε για τη Δύση: «Είμαι ικανοποιημένος από αυτό το διάταγμα, αν αυτό σημαίνει την ταπείνωση και την υποδούλωσή σας! Γιατί ένας άνδρας, που μπορεί να βάλει χέρι στην αγαπημένη του γυναίκα και τα παιδιά του, γιατί να του φέρονται σαν άνδρα; Αν και, άλλοι μπορεί να διαμαρτύρονται για την αθωότητά σου «Ηρακλής», εγώ ξέρω ότι είσαι ένας άθλιος δολοφόνος και ότι δεν αξίζεις τίποτα λιγότερο από αυτή την ταπείνωση!»
Ιδού! Έτσι ο Κρέοντας φεύγει από την ιστορία αυτή, έστω και για λίγο, με την καρδιά του γεμάτη πίκρα και το πνεύμα του γεμάτο από το είδος της θλίψης που λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να καταλάβουν. Μόνο αφού άφησε πίσω του το δρόμο, έβαλε την πλάτη του στα τείχη της πόλης και αφού το μαντείο είχε εξαφανιστεί προ πολλού στο βάθος πίσω του, παραδόθηκε στη θλίψη του. Μόνο τότε επέτρεψε στον εαυτό του να πιει και να παραδοθεί στη χειρότερη εκδήλωση θλίψης που γνώρισε ποτέ η οικογένειά του.
Αν και, δεν το είδε μέσα στη μεγάλη του βιασύνη να απομακρυνθεί από το μαντείο και τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής τον κοίταξε όχι με μίσος ή θυμό, αλλά μάλλον με λαχτάρα και θλίψη. Μόνο ο Κρέοντας, ένιωθε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να καταλάβει τη θλίψη του για την απώλεια των Μεγάρων και των παιδιών. Όμως ο ίδιος άνθρωπος που τα είχε αγαπήσει τώρα τον μισούσε. Η δύναμη των συναισθημάτων του έσκισε από πάνω του τα επόμενα χρόνια πολλές εκδηλώσεις ύψιστης θλίψης, με τον νέο καθώς περπατούσε με την οικογένειά του να αρνείται να τους δείξει πόσο επηρεασμένος ήταν.
Η Αλκμήνη δεν επιθυμούσε να τον αφήσει- όσο κι αν αγαπούσε τον γιο της, η σκέψη αυτή της φαινόταν εντελώς απεχθής, ιδίως δεδομένης της δικής της αίσθησης απώλειας για τα εγγόνια της. Συγκλονισμένη έπεσε στην αγκαλιά του και έκλαιγε για ώρες, πριν την πάρει ο Ιφικλής. Αν και, ήταν επιθυμία του Ηρακλή να φροντίσει τη μητέρα του, να μείνει στο πλευρό της το καθήκον και η εντολή των θεών τον καλούσε εκεί, ώστε να μην μπορεί να απολαύσει την άνεση της οικογένειάς του.
«Μείνε δυνατός, Αλκίδη», του είπε ο Ιφικλής, με τον τόνο του να είναι άγριος και σχεδόν προκλητικός, όπως ήταν πάντα ο τόνος του πατέρα του, ακόμη και την ημέρα που εκείνος βρήκε το τέλος του.
Ο Ηρακλής δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο βλέμμα του, ούτε στο βλέμμα του νεαρού ανιψιού του που έμοιαζε και ο ίδιος στα πρόθυρα των δακρύων, γι' αυτό και γύρισε και άρχισε να κατευθύνεται προς το Βασίλειο των Αργυλών. Ήταν καθώς ακολουθούσε το δρόμο που απλωνόταν, χωρίς να ξέρει πότε θα τελείωνε, μόνο που δεν μπορούσε ποτέ να ξεπλύνει τη θλίψη και το αίμα στα χέρια του.
Καθώς απομακρυνόταν, ο Ιφικλής κοίταζε πίσω του, γεμάτος θλίψη για τον ετεροθαλή αδελφό του, ήταν εκείνη τη στιγμή που είδε τα δάκρυα να αρχίζουν να πέφτουν από τα μάτια του γιου του, έτσι ώστε να τον επιπλήξει. «Ιόλαε, μην κλαις! Δεν είναι τώρα η ώρα για τέτοια γυναικεία συναισθήματα από μέρους σου! Αν κλάψεις τώρα που η γιαγιά σου είναι εκτός εαυτού από τόσο πόνο, τι θα σκεφτεί ο παππούς σου; Τα δάκρυα των ανδρών είναι προνόμιο που πρέπει να κερδηθεί, ενώ τα δάκρυα των γυναικών είναι δικαίωμά της. Τώρα βοήθησέ με, με τη γιαγιά σου και τότε μπορείς κάλλιστα να κλάψεις».
Ο Ιόλαος έγνεψε, σκούπισε τα δάκρυά του και παρόλο που τον πονούσε, έπρεπε να κάνει αυτό που του πρόσταξε ο πατέρας του και άρχισε να προσπαθεί να ηρεμήσει την Αλκμήνη. Δεν ξέχασε ποτέ τα λόγια που του μετέφερε ο Ιφικλής, ούτε τον πόνο της γιαγιάς του. Όμως περισσότερο απ' όλα θα έφερνε πάντα στη μνήμη του το βάρος που κουβαλούσε τώρα ο θείος του, έτσι ώστε εκείνη την ώρα έδωσε τον δικό του όρκο. Αν η οικογένειά του είχε διαλυθεί, αυτός θα ήταν αυτός που κάποια μέρα θα την έβαζε ξανά σε μια σειρά και θα σήκωνε το βάρος. Θα γινόταν το είδος του ανθρώπου που ήταν ο πατέρας και ο παππούς του.
*****
Ο Ηρακλής, όπως είχε ονομαστεί ο Αλκίδης, στάλθηκε νοτιοδυτικά για να λογοδοτήσει στον βασιλιά Ευρυσθέα, ο οποίος όταν έφτασαν μπροστά του τα νέα, για την τιμωρία που είχαν κατά νου οι θεοί για τον ημίθεο στην αρχή δεν τα πίστεψε. Από δεκαετίες πριν, είχε καταλήξει να πιστεύει ότι οι θεοί δεν του έδειχναν ιδιαίτερη εύνοια, κι αυτό παρά τις συνεχείς προσευχές του σε ορισμένες από τις τάξεις τους, όπως ο Άρης και η Αθηνά. Έτυχε ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατο του πατέρα του, στη μεγάλη μάχη των Πρασίνων Ορέων, το βασίλειο των Αργείων είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια, το κατώτερο βασίλειο σε σχέση με τα βασίλεια της Λακεδαίμονος και της Μινέρβρας και είχε ανθίσει.
Αυτό το είχε πετύχει όχι με τα όπλα, ούτε με τα θρησκευτικά δικαιώματα, αλλά με το εμπόριο. Ο Ευρυσθέας, στηριζόμενος στην ασφάλεια που παρείχαν οι γείτονές του σε όλους τους εμπόρους, για να χτίσει τον πλούτο του, με αυτά τα εμπορικά στοιχεία να ταξιδεύουν κατά μήκος των δωρικών δρόμων που έκαναν φίδια πάνω και κάτω από τα εδάφη της Δωρίδας. Καθώς το βασίλειό του βρισκόταν ανάμεσα σε διάφορους διασταυρούμενους δρόμους, και καθώς είχε στρέψει τις στρατιωτικές του δυνάμεις προς την καταστολή των τοπικών ληστών, είχε επωφεληθεί από τις προσπάθειες των άλλων.
Την ώρα της άφιξης του Ηρακλή, ο Ευρυσθέας τον υποδέχτηκε όπως θα μπορούσε κανείς να υποδεχτεί έναν ήρωα που επιστρέφει... της Ήρας.
Χωρίς τη συνοδεία κανενός, μπήκε στην πόλη για να ανακαλύψει το έμβλημα της Ήρας, το σύμβολο του παγωνιού που κρατούσε ψηλά κάθε χέρι, ραμμένο σε κάθε ταπισερί και καρφωμένο σε κάθε τοίχο. Η θέα του σήματος της βασίλισσας του Ολύμπου ήταν ένα οδυνηρό πλήγμα για τον γιο του Δία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το αίσθημα της απώλειας που ήταν τόσο ολοσχερές είχε φύγει, ώστε του είχε μείνει ένα αίσθημα αγανάκτησης και οργής, ώστε τα μάγουλά του να καίνε από την ταπείνωση που έπρεπε να υπομείνει αυτή τη γιορτή του δολοφόνου των συγγενών του. Άλλοι θα μπορούσαν να είχαν οργιστεί, άλλοι θα μπορούσαν να είχαν παραπονεθεί εκτενώς για την αδικία ή για την ταπείνωση που τον έριξε επάνω του. Ο Ηρακλής όμως δεν έκανε τίποτα από αυτά.
Τα τείχη της πόλης είχαν ύψος πάνω από δεκαπέντε μέτρα και πάχος πέντε μέτρα και είχαν χτιστεί από τους ιδρυτές της πόλης. Τα τείχη είχαν έκτοτε επεκταθεί τρεις φορές κατά τη διάρκεια των χιλιετιών, έστω και μόνο για να διασφαλιστεί ότι ο αυξανόμενος πληθυσμός της πόλης θα μπορούσε και σε αρκετές δεκαετίες να συνεχίσει να απολαμβάνει την προστασία τους. Τα ίδια αυτά τα τείχη περιβαλλόταν από μια μεγάλη έκταση καλλιεργήσιμων εκτάσεων που εκτείνονταν δυτικά προς ένα ατελείωτο δάσος, ενώ νότια εκτείνονταν προς την εκεί θάλασσα. Στα ανατολικά μπορούσε κανείς να βρει τον μεγάλο δρόμο που εκτεινόταν νότια, ενώ στα βόρεια υπήρχε ένας μεγάλος δρόμος που εκτεινόταν προς τα βορειοανατολικά και τα νοτιοδυτικά μέσα από το τοπικό δάσος. Στο βάθος μπορούσε κανείς να δει στα δυτικά και νοτιοδυτικά πολλούς λόφους και βουνά, αλλά τα μάτια των περισσότερων ανθρώπων δεν στρέφονταν προς αυτά, καθώς η θάλασσα βρισκόταν στα νότια. Απλωμένη οδηγούσε πολύ, πολύ μακριά στο νησιωτικό βασίλειο της Κρέτια και πέρα από τις ακτές της υπήρχαν πέρα από τα κύματα τα εδάφη της Ντεσρέτ και της Κεμέτ.
Η συντριπτική πλειονότητα των σπιτιών ήταν χτισμένα από ξυλεία και ντόπια ξύλα, και μάλιστα τόσο καλής κατασκευής που πολλά από τα σπίτια είχαν να ανακαινιστούν πολλά χρόνια. Τα περισσότερα όμως είχαν απαιτήσει τον τελευταίο καιρό κάποιο μέτρο ανακαίνισης, με τους κατοίκους της πόλης να είναι αρκετά υπερήφανοι για τις βελανιδιές, τις φλαμουριές, τις φτελιές και άλλα είδη δέντρων που είχαν χρησιμοποιήσει στην κατασκευή των σπιτιών τους. Τα σπίτια αυτά ήταν αραιά διακοσμημένα ως επί το πλείστον, με κρεβάτια από άχυρο και με ελάχιστα αντικείμενα και όμως υπήρχε μια υπερηφάνεια για την καθαριότητα, για την αίσθηση της κοινότητας που είχε το καθένα από αυτά. Κανένα σπίτι δεν ήταν καλύτερο από το άλλο, εκτός από εκείνα των πλουσιότερων ευγενών και το σπίτι του βασιλιά. Οι ευγενείς ή τουλάχιστον εκείνοι που ήταν από τους πλουσιότερους, ζούσαν σε μεγάλα σπίτια από πέτρα και ξύλο, με τα θεμέλια να είναι πέτρινα και τη στέγη από μασίφ ξύλο. Τα σπίτια τους ήταν σημαντικά μεγαλύτερα από εκείνα των αγροτών (τα οποία είχαν μήκος και πλάτος μόνο περίπου τρία έως πέντε μέτρα), σε μήκος δώδεκα μέτρα, πλάτος και όσον αφορά το ύψος περίπου δεκαπέντε μέτρα ύψος. Αυτά τα μεγάλα σπίτια κυριαρχούσαν στην καρδιά της πόλης και κυριαρχούνταν από τον μεγάλο ναό της Ήρας, ο οποίος ήταν ένα ορθογώνιο κτίριο δίπλα στο παλάτι και έριχνε σκιά πάνω από την πόλη. Χτισμένος καθαρά από πέτρα, με μεγάλες κολόνες που ήταν χτισμένες καθαρά από μάρμαρο και στεγάζοντας ένα μεγάλο άγαλμα της θεάς βρισκόταν δίπλα στο μεγάλο παλάτι.
Ο ναός είχε μήκος δεκαπέντε μέτρα, πλάτος δώδεκα και ύψος είκοσι μέτρα, ακόμη και το παλάτι ήταν διπλάσιο σε μεγαλοπρέπεια από κάθε άποψη και επίσης χτισμένο καθαρά από πέτρα. Η πόλη ήταν μια πόλη που είχε ξεκινήσει επί των ημερών του πατέρα του Ευρυσθέα μια μεγάλη μεταμόρφωση, την οποία εκείνος είχε κατά κάποιο τρόπο σταματήσει και καθυστερήσει.
Η γνώση της άφιξης του Ηρακλή είχε προαναγγελθεί από πολλά όνειρα, τα περισσότερα από τα οποία κατέληγαν στην υποταγή του, με τη θεά Ήρα που είχε στείλει τα όνειρα στον Ευρυσθέα και τις γυναίκες του να τον προειδοποιεί. «Ο Ηρακλής ή Αλκίδης, όπως ήταν κάποτε γνωστός, θα φτάσει σύντομα μπροστά σου, γι' αυτό εξόπλισε τον εαυτό σου και τις γυναίκες σου με όλη τη δόξα και το καλύτερο μετάξι για να τον υποδεχτείς κατάλληλα. Αυτή η μέρα θα γίνει η πιο σπουδαία από τις γιορτές μου, αν δεν το κάνεις αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή ολόκληρης της γενιάς σου. Ο Ηρακλής έχει τιμωρηθεί για την ύβρη και την περιφρόνησή του προς εμένα, τη βασίλισσα του Ολύμπου, και γι' αυτό πρέπει να τύχει καλής υποδοχής αλλά και αυστηρής τιμωρίας, βάλτε τον να δουλέψει για την πόλη των Αργύλων».
Προσέχοντας τα λόγια της, από φόβο μήπως προκαλέσει τη δυσαρέσκειά της και βρει την καταγωγή του διαμελισμένη, ο Ευρυσθέας κάλεσε τον διαχειριστή του και όλους τους μεγάλους αξιωματούχους του βασιλείου και της πόλης του. Γρήγορα οργανώθηκε μια γιορτή και σύντομα διαδόθηκε η είδηση ότι ο Αλκίδης, ο ήρωας του προηγούμενου πολέμου, ήταν καθ' οδόν για να αποτίσει φόρο τιμής στην Αργυλίδα και να υποταχθεί σε αυτήν. Έτυχε, αν και στην αρχή απίστευτο, τα όνειρα που είχαν επισκεφθεί τον βασιλιά τους να εξαπλωθούν σύντομα σε κάθε έναν από τους πιο ισχυρούς άνδρες της πόλης και σε όλους όσοι ασχολούνταν με τα ιερά των θεών.
Έτσι, όταν η δυσπιστία είχε εξασθενίσει, ένα μεγάλο κύμα χαράς και ενθουσιασμού σάρωσε την πόλη, έτσι ώστε ο λαός περίμενε την άφιξη του ορκισμένου εχθρού του με κομμένη την ανάσα. Όταν επιτέλους έφτασε, ήταν λίγο μετά το μεσημέρι, όταν οι ήλιοι βρίσκονταν στο ζενίθ τους και με ένα δυνατό αεράκι να φυσάει στα χωράφια και την πόλη.
Οι πύλες άνοιξαν λίγο μετά την αυγή και οι φρουροί είχαν τοποθετηθεί εκεί, ώστε μέχρι να εμφανιστεί ο Ηρακλής στον ορίζοντα να τον εντοπίσουν. Αν και, δεν ήξερε τι να περιμένει και ήλπιζε να εμφανιστεί αθόρυβα χωρίς κανείς να του δώσει σημασία ή να τον προσέξει, ωστόσο σύντομα απογοητεύτηκε. Ολόκληρη η πόλη όχι μόνο τον περίμενε, αλλά η συντριπτική πλειονότητα τον περίμενε εδώ και αρκετό καιρό.
Κάπου βαθιά μέσα του, ο άντρας έκανε έναν απολογισμό της ασέβειας που του έδειξαν- με σκυθρωπό βλέμμα κοίταξε από το ένα μέλος του πλήθους στο άλλο. Έτσι, σημείωσε αυτούς που τον κορόιδευαν, αυτούς που τον χλεύαζαν και αυτούς που χασκογελούσαν, γιατί κανείς δεν τον επευφημούσε παρασυρμένος από την αστική τρέλα. Αυτού του είδους η τρέλα, στην οποία είναι συχνά επιρρεπείς όσοι είναι συγκεντρωμένοι και πιεσμένοι να ζουν κοντά ο ένας στον άλλον χωρίς τον κατάλληλο αέρα για να αναπνεύσουν. Τα μάτια του άνδρα ήταν ακόμα κόκκινα και η καρδιά του πονούσε ακόμα. Ο άντρας με την πυκνή κοτσίδα καστανόξανθων μαλλιών επρόκειτο να σταματήσει μπροστά στον χάλκινο θρόνο των Αργυρών.
Παρά τη θέλησή του, συνάντησε το βλέμμα εκείνο του Ευρυσθέα που ξαφνιασμένος και σαστισμένος άφησε σιγά σιγά την αβεβαιότητά του να λιώσει. Στη θέση αυτών των συναισθημάτων αναπτύχθηκε μια αίσθηση θριάμβου και χαράς.
Αργά και παρά τη θέλησή του ο Ηρακλής έκανε ό,τι του είχε υποδείξει το μαντείο και γονάτισε μπροστά στον άντρα που κάποτε είχε αντιμετωπίσει ο πατέρας του στον πόλεμο, όπως ακριβώς είχε κάνει πολλά χρόνια πριν.
Ντυμένος με τους καλύτερους μπλε μεταξωτούς χιτώνες του, με παντόφλες από το ίδιο υλικό και με το χάλκινο στέμμα της πόλης του με τα χάλκινα φιλοτεχνημένα φτερά παγωνιού ο Ευρυσθέας έδινε μια μεγαλοπρεπή εικόνα. Ο ηγεμόνας αυτός δεν ήταν μια βιολέτα που συρρικνώνεται. Έκανε μια ιδιαίτερα ωραία φιγούρα με τις δύο συζύγους του να στέκονται εκατέρωθεν του, τις κόρες του (γιατί δεν είχε αποκτήσει ακόμη γιο), εκατέρωθεν του θρόνου του που είχε τοποθετηθεί πάνω στα είκοσι σκαλοπάτια που οδηγούσαν ακριβώς έξω από το παλάτι του.
Ικανοποιημένος, ο Ευρυσθέας σήκωσε τα χέρια του για να προκαλέσει σιωπή σε όλη την τρελή πόλη του: «Εδώ γονατίζει ο περήφανος γιος του Δία, ο ισχυρότερος από τους κληρονόμους του Περσέα! Καλά θα μπορούσε να καυχιέται, για το καλύτερο αίμα και τις καλύτερες πράξεις από πολλούς άλλους. Ακόμα κι αυτός πρέπει να ειπωθεί ότι ντροπιάστηκε για την ύβρη του και αναγκάστηκε να γονατίσει μπροστά στη δύναμη της πόλης μας. Τέτοια είναι η μοίρα όλων όσων αντιτίθενται στη δύναμη, της πιο ισχυρής από τις πόλεις μας και του μεγαλύτερου από τα βασίλεια».
Οι υπερήφανοι κομπασμοί αυτού του πιο τυχερού από τους μονάρχες ήταν τέτοιοι που σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή οι άρχοντες και οι κυρίες του Ολύμπου, θα μπορούσαν κάλλιστα να τον είχαν προσέξει και να τον είχαν τιμωρήσει γι' αυτούς. Ολόκληρη η πόλη θα μπορούσε να είχε υποφέρει για την ύβρη τους. Όμως λίγοι ήταν εκείνοι που τους έδωσαν την παραμικρή σημασία, και ακόμη λιγότεροι ήταν εκείνοι που έδωσαν την παραμικρή σημασία σε αυτή τη ρητορική. Όσοι το έκαναν, δεν επιθυμούσαν να τη δυσαρεστήσουν, έτσι ώστε απλώς δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Ήταν χάρη της άλλωστε, οι άνθρωποι στην πόλη από την πλευρά τους έλεγαν στον εαυτό τους ότι μπορούσαν πλέον να καυχηθούν ότι ο γιος του Δία ήταν ανάμεσα στους δούλους της πόλης.
Εκείνη τη στιγμή ο Ευρυσθέας πάλευε για την κατάλληλη τιμωρία για τον άνθρωπο που είχε μπροστά του. Ήταν αλήθεια ότι τον είχε ταπεινώσει, τον είχε ταπεινώσει και τώρα είχε την ευθύνη να σκεφτεί κάποιο κατάλληλο έργο για να τον ξεφορτωθεί. Εκείνη την ώρα το μάτι του έπεσε πάνω στο παιχνίδι ενός από τους γιους ενός από τους ευγενείς του. Το εν λόγω παιχνίδι ήταν αυτό ενός μικρού ξύλινου λιονταριού-παιχνιδιού.
Εμπνευσμένος απευθύνθηκε στον Ηρακλή, με αυτή τη στιγμή της θεϊκής συνειδητοποίησης: «Ηρακλή, δοξασμένε φέρων τη δόξα της βασίλισσας του Ολύμπου», απόλαυσε τον μορφασμό του νεαρού και το βλέμμα του, «Για το πρώτο σου καθήκον, θα κυνηγήσεις το λιοντάρι που ήρθε να βασανίσει τη Νεμέα».Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής, όπου ο Ηρακλής συνάντησε το βλέμμα του μονάρχη, έτσι ώστε οι άνθρωποι της πόλης κοίταζαν μπερδεμένοι, χωρίς να είναι σίγουροι αν περίμεναν κάποιο μεγάλο γεγονός. «Γιατί διστάζεις; Πήγαινε τώρα!»
Ο Ηρακλής, που είχε προσπαθήσει να συναντήσει και να ταιριάξει με το βλέμμα του ηγεμόνα, το είχε κάνει με τον πιο αρχέγονο τρόπο. Ήταν τόσο στο αίμα του, το αίμα των πιο αρχαίων όντων, αίμα που έκαιγε με το πάθος της άγριας φύσης όχι απλώς μέσω του βασιλιά του Ολύμπου αλλά μέσω της γραμμής που συνέδεε την Αλκμήνη με τον ευγενή Περσέα. Ο ίδιος, γιος του Δία, ο Περσέας είχε τολμήσει να αψηφήσει τις αντιξοότητες, είχε τολμήσει να προκαλέσει την άγρια φύση και το σκοτάδι που βρισκόταν ακριβώς πέρα από τα όρια της ανθρώπινης όρασης.
Βρίσκοντας ξανά τα πόδια του, ώστε να μη γονατίζει πλέον μπροστά στον άνδρα που θεωρούσε τον εαυτό του τον πιο ένθερμο εχθρό του, ο Ηρακλής του γύρισε την πλάτη. Τον είχε ενοχλήσει και τον είχε εξοργίσει το γεγονός ότι έπρεπε να γονατίσει μπροστά σε έναν τόσο ανάξιο άνθρωπο, να δείξει σεβασμό σε ένα τόσο ευτελές πλάσμα όπως αυτό που είχε καθίσει μπροστά του.
Ο θυμός που αυτό ενέπνευσε στον Ευρυσθέα ήταν τέτοιος που τον άφησε τυφλό για τις χαρές του να έχει ταπεινώσει και υποδουλώσει έτσι τον αντίπαλό του από τη μάχη του Πρασίνου. Η εκδίκηση υποσχέθηκε στον εαυτό του, ανεξάρτητα από το αν ο Ηρακλής επέζησε θα ήταν δική του.
Αν σας άρεσε αυτό το άρθρο, μοιραστείτε το με την οικογένεια, τους φίλους και τους συναδέλφους σας, εγγραφείτε για να λαμβάνετε περισσότερο περιεχόμενο και αν θέλετε να στηρίξετε το συνεχές έργο μου, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον παρακάτω σύνδεσμο.
Παρακαλώ βοηθήστε να στηρίξετε το έργο μου.
🙏
---Δικτυογραφία :
Herakles and the Twelve Labours: The City of Greed - First Day of the Worst Grief of Mythology's Greatest Hero